δακτυλιοποιός

δακτυλιοποιός
ο
χρυσοχόος ειδικός στην κατασκευή δαχτυλιδιών, ο δαχτυλιδάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δακτύλιος + -ποιος < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στο περιοδικό σύγγραμμα Όμηρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”